Τα τυχερά παιχνίδια και ο τζόγος στην Αρχαιότητα
Στην αρχαία ιστορία οι έννοιες της τύχης και της τυχαιότητας διαπλέκονταν με αυτήν της μοίρας. Πολλοί αρχαίοι λαοί έριχναν ζάρια ώστε να καθορίσουν την μοίρα, και αυτό αργότερα εξελίχθηκε σε παιχνίδια τύχης. Οι περισσότεροι αρχαίοι πολιτισμοί χρησιμοποίησαν διάφορες μεθόδους μαντείας σε μία προσπάθεια να παρακάμψουν την τυχαιότητα και την μοίρα. Οι Κινέζοι ήταν πιθανότατα ο πρώτος λαός που τυποποίησε τις πιθανότητες και την τύχη πριν 3.000 χρόνια. Οι Έλληνες φιλόσοφοι μελέτησαν την τυχαιότητα σε βάθος, αλλά μόνο σε μη ποσοτικές μορφές. Τυχερά παιχνίδια και τζόγος, αποδεικνύεται ότι υπήρχαν από πολλή παλιά, κάποια παιχνίδια υπάρχουν ακόμα και σήμερα.
Τα κυβεία του Παλαμήδη στην αρχαία Ελλάδα
Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών ήδη γίνεται φανερό ότι οι Ελληνες αρέσκονταν στα τυχερά παιχνίδια ενώ η αμέσως επόμενη διαπίστωση είναι ότι τα περισσότερα από αυτά διατηρήθηκαν ως εμάς, συχνά αναλλοίωτα, ακόμη κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια. Οι αργόσχολοι σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης στον Ομηρο μαζεύονταν συχνά στο ύπαιθρο για να παίξουν. Και στην Κόρινθο, κάτω από την Ακρόπολη, υπήρχε ένας ιδιαίτερος τόπος συνάντησης των παικτών. Οσο για το πλέον τυχερό παιχνίδι, την κυβεία, η ελληνική παράδοση αναφέρει τον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη ως εφευρέτη του, ο οποίος το επινόησε, καθώς λέει ο Σοφοκλής, κατά τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας της Τροίας. Στον Παλαμήδη άλλωστε απέδιδαν ένα ακόμη αγαπητό παιχνίδι, αυτό του διαγραμμισμού, της ντάμας δηλαδή.
Στα κυβεία ή κυβευτήρια, δηλαδή τις μπαρμπουτιέρες, χάνονταν περιουσίες στα ζάρια, που παίζονταν σε χώρους που σήμερα θα τους λέγαμε κακόφημους. Το Ιερό της Αθηνάς Σκιράδος στην Ιερά Οδό ήταν ένα από τα πιο γνωστά σημεία συνάντησης για τους κυβευτές….
Τυχερά παιχνίδια στην Μινωϊκή εποχή
Οι ρίζες της χαρτοπαιξίας βρίσκονται τόσο μακριά, ήδη υπήρχε από την μινωική εποχή. Σε ανασκαφές που έγιναν στο ανάκτορο της Ζάκρου, βρέθηκαν δώδεκα πλακίδια από φαγεντιανή, που πάνω τους είχαν επαναλαμβανόμενους, γραπτούς χαρακτήρες, μόνο από την μία όψη. Οι μελετητές υποστηρίζουν πως μπορούμε να μιλάμε για ένα παιχνίδι παρόμοιο με τα τωρινά πόκα ή πόκερ. Ευρέως διαδεδομένη είναι κ η άποψη, ότι στην μινωική κοινότητα υπήρχαν επιτραπέζια παιχνίδια.
Τζόγος παντού στην Αρχαιότητα
Πάθος για τυχερά παιχνίδια υπήρχε φυσικά και για τους αγώνες ζώων. Οι κοκορομαχίες, οι αγώνες ορτυκιών (ορτυγοκοπία) και των σκύλων, συγκέντρωναν πολλά στοιχήματα. Οι ιδιοκτήτες τους εκπαίδευαν τα ζώα καθαρά για αυτόν τον σκοπό, δίνοντάς τους σκόρδο και κρεμμύδι και δένοντας στα πίσω νύχια των πετεινών μεταλλικά πλήκτρα, ώστε να προκαλούν θανάσιμα τραύματα.
Ένα άλλο αρχαιοελληνικό παιχνίδι, η τηλία, έφθασε ως τις μέρες μας ως τάβλι. Στη ρωμαϊκή εποχή έγινε το παιχνίδι των «12 γραμμών», ή τάμπουλα και στο Βυζάντιο ονομάστηκε τάβλιον. Η οστρακίνδα, το σημερινό κορόνα – γράμματα, παιζόταν με ένα όστρακο στην αρχαία Ελλάδα και στη ρωμαϊκή εποχή με νόμισμα. Στη Ρώμη όταν τα τυχερά παιχνίδια εξελίχθηκαν σε κοινωνική μάστιγα, ελήφθησαν αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό τους, προφανώς χωρίς εντυπωσιακό αποτέλεσμα….
Παίκτες ακόμα και Αυτοκράτορες
Ολες οι κοινωνικές τάξεις μπερδεύονταν έτσι μέσα στο πάθος του παιχνιδιού και των στοιχημάτων, τα οποία, παρ’ ότι ήταν παράνομα τις περισσότερες φορές, δεν έπαυαν να προσελκύουν τους ανθρώπους. Παθιασμένοι παίκτες ζαριών οι Αθηναίοι μπορεί να έχαναν ακόμη και περιουσίες στα κυβεία ή κυβευτήρια, τα οποία σήμερα ονομάζουμε μπαρμπουτιέρες.
Τα ζάρια παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα με τρεις πήλινους κύβους (δύο ζάρια άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τη ρωμαϊκή εποχή), τα οποία δεν έριχαν ποτέ με το χέρι, αλλά αφού τα κουνούσαν μέσα σε ένα αγγείο, το κήθιον. Για κάθε περίπτωση πάντως οι κυβευτές είχαν και τους προστάτες τους θεούς, τον Ερμή και τον Πάνα.
Στο Βυζάντιο, παρ’ ότι εξέλιπαν πολλά αρχαιοελληνικά παιχνίδια, τα κυβευτικά πρωταγωνιστούσαν στη ζωή των ανθρώπων από τους αυτοκράτορες ως τους λαϊκούς. Ζάρια έπαιζαν με μανία ο Λέων Φωκάς, αδελφός του Νικηφόρου Φωκά, ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, και ο Κωνσταντίνος Η’, που ήταν μάλιστα και διαρκώς χαμένος, όπως παραδίδει ο Μιχαήλ Ψελλός.
πηγές